- ετερόστροφος
- -η, -ο (Α ἑτερόστροφος, -ον)νεοελλ.αυτός που στρέφεται κατά διεύθυνση αντίθετη από τη συνηθισμένη ή από τη διεύθυνση την οποία ακολουθεί άλλοςαρχ.1. (για ποιήματα) αυτός που αποτελείται από δύο στροφές ποικίλου ρυθμού2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόστροφον (ενν. σύστημα)μετρικό σύστημα που συνίσταται από δύο διαφορετικές στροφές.επίρρ...ετεροστρόφως και -αμε διεύθυνση αντίθετη από τη συνηθισμένη.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. ετερόστροφος < ετερο-* + -στρόφος < στροφος < στρέφω (πρβλ. εύ-στροφος). Ο τ. με τη νεοελλ. σημασία είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. heterostrophous < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -strophus (πρβλ. στρόφος)].
Dictionary of Greek. 2013.